- διαφωτιστικός
- -ή, -όο ικανός ή κατάλληλος για διαφώτιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφωτιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διαφώτιση, την ενημέρωση: H oμιλία του για το θέμα ήταν αρκετά διαφωτιστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατοπιστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην κατατόπιση, ενημερωτικός, διαφωτιστικός. επίρρ... κατατοπιστικά με τρόπο κατατοπιστικό … Dictionary of Greek
τρανωτικός — ή, όν, Α [τρανῶ] αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι σαφές, διευκρινιστικός, διαφωτιστικός («σαφηνιστικὸν πάντων καὶ τρανωτικόν», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek